- καπνέμπορος
- [капнемпорос] ουσ α торговец (табаком).
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
καπνέμπορος — ο έμπορος καπνού: Βγάζει πολλά λεφτά ο καπνέμπορος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπνέμπορος — ο έμπορος μεγάλων ποσοτήτων καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + έμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek